- βοηθοῦρα
- βοηθ-οῦρα, ἡ, (with Lat. termination -<*>)A = βοήθεια, Lyd.Mag. 3.6,13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοηθούρας — βοηθούρᾱς , βοηθοῦρα fem acc pl βοηθούρᾱς , βοηθοῦρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)